- χηνοπόδι
- το, Ν1. σημείο συνάντησης τριών δρόμων ή υδάτινων ρευμάτων2. σχοινί ή κόμπος που απολήγει σε τρεις κλωστές3. ονομασία τού φυτού αρνόγλωσσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χήνα + πόδι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύνευρο — το φυτό που τα φύλλα του έχουν πολλές νευρώσεις, αλλ. πεντάνευρο, χηνοπόδι, ψυλλόχορτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)